χαμαμηλίς

χαμαμηλίς
-ίδος, η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας χαμαμηλιδίδες, το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο οικονομικό ενδιαφέρον, γιατί τα εκχυλίσματα τών φύλλων και τού φλοιού του χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική και στη βιομηχανία καλλυντικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hamamelis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαμαμηλιδίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης χαμαμηλιδώδη, με 28 περίπου γένη και με τυπικό το γένος χαμαμηλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hamamelidaceae] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”